- τιμαριωτισμός
- ο ист. феодализм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τιμαριωτισμός — ο, Ν 1. κοινωνικό και διοικητικό σύστημα, συγγενικό με τη φεουδαρχία, βασιζόμενο στα τιμάρια, το οποίο αναπτύχθηκε κυρίως κατά την ακμή τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 2. (στη Δύση) φεουδαλισμός, φεουδαρχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμαριώτης + ισμός*. Η λ.… … Dictionary of Greek
τιμαριωτισμός — ο πολιτικό σύστημα που χωρίζει τη χώρα σε τιμάρια και ρυθμίζει έτσι την κοινωνική ιεραρχία, η φεουδαρχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τιμαριωτικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τιμάριο («τιμαριωτικό σύστημα» ο τιμαριωτισμός). [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμαριώτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek
φεουδαλισμός — φεουδαλισμός, ο και φεουδαρχισμός, ο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα που κατανέμει τις εκτάσεις μιας χώρας σε φέουδα (βλ. λ.), σε τιμάρια (σε αντίθεση με τον αστισμό και τον κομουνισμό), ο τιμαριωτισμός, η φεουδαρχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φεουδαρχία — η κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό καθεστώς που επικράτησε το μεσαίωνα στη Δύση και διαιρούσε τη διοίκηση σε φέουδα, ο φεουδαρχισμός, ο τιμαριωτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)